Εκκλησία ΕΠΕ

Αναδημοσίευση από του άρθρου του Ιού
==============================================
"Θεία... αλισβερίσια"
(«Εθνος» 16.12.07)
Με τον Χριστόδουλο Παρασκευαΐδη να δίνει την τελευταία μάχη του η Εκκλησία της Ελλάδος γιόρτασε κάπως πρόωρα τα δεκάχρονα της πανηγυρικής ανάδειξής της στο κέντρο της δημόσιας ζωής του τόπου. Αρκεί να συγκρίνει κανείς την κάλυψη της αρχιεπισκοπικής εκλογής του 1998 με την τρέχουσα διαδοχολογία, για να διαπιστώσει τη μεταβολή που έχει συντελεστεί. Αν πριν από 10 χρόνια το ζητούμενο ήταν η «ανανέωση» απλώς της κεφαλής της Εκκλησίας, σήμερα ο ρόλος του μελλοντικού αρχιεπισκόπου ως «εθνάρχη» (και ηγέτη ενός άτυπου εθνικιστικού-φονταμενταλιστικού παρακράτους) θεωρείται δεδομένος από τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης.

Ο Χριστόδουλος φυσικά δεν έπεσε απ' τον ουρανό. Ηρθε να καλύψει το φαντασιακό κενό ενός «στρατηλάτη βασιλιά», μετά τον εκφυλισμό και την κατάργηση της μοναρχίας. Για πολλούς Ελληνες υπήρξε το υποκατάστατο ενός κληρονομικού, ανεξέλεγκτου και ισόβιου ηγεμόνα - πρότυπο που ο Γκλίξμπουργκ στάθηκε ανίκανος να ενσαρκώσει και οι πολιτικοί ηγέτες της συντηρητικής παράταξης έχουν από καιρό αποποιηθεί. Οσο για τις βασικές συντεταγμένες του πολιτικοϊδεολογικού του λόγου, ελάχιστα αποκλίνουν από τη σκέψη του λαοφιλούς Κωνσταντίνου του «ΙΒ'», όπως αποτυπώνεται στην προσωπική αλληλογραφία του (1912-22): νοσταλγική επίκληση ενός εξιδανικευμένου απώτατου παρελθόντος, στείρος μεγαλοϊδεατισμός, ζηλοφθονία για τους «Μεγάλους», θεοποίηση κάθε ιεραρχικής κι αυταρχικής δομής, περιφρόνηση των ελευθεριών, καθαγιασμός της κοινωνικής ανισότητας, αναγωγή της «φιλανθρωπίας» σε μόνο μέσο για την αντιμετώπιση της κοινωνικής αδικίας.

Η θέση της Εκκλησίας στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία δεν μπορεί όμως να ερμηνευτεί αποκλειστικά με βάση τον ψευδοβυζαντινό (ακριβέστερα: μεταοθωμανικό) «εθναρχικό» ρόλο που η ίδια απονέμει στον εαυτό της. Μια τέτοια προσέγγιση θα υπερεκτιμούσε τη σημασία της ιδεολογίας, σε βάρος των καθοριστικότερων υλικών παραγόντων. Για να προσεγγίσουμε ουσιαστικά το φαινόμενο του «επανεκχριστιανισμού» της δημόσιας ζωής, απαραίτητη είναι έτσι η ταξική ανάλυση των μηχανισμών που επικαθορίζουν αυτή τη διαδικασία. Η αποτίμηση, δηλαδή, των λειτουργιών της Εκκλησίας της Ελλάδος, όχι σαν «πνευματικής αρχής» ή απλής σκανδαλοποιού δημόσιας υπηρεσίας, αλλά ως συλλογικού καπιταλιστή, γαιοκτήμονα, εργοδότη και παρόχου υπηρεσιών με αυξανόμενη πελατεία. Οσοι παρακολούθησαν από κοντά την προ οκταετίας «μάχη των ταυτοτήτων» γνωρίζουν άλλωστε καλά πως η παθιασμένη υπεράσπιση των «ιερών» συμβόλων δεν ήταν τότε παρά η βολική ιδεολογική επένδυση της προάσπισης του ρόλου και των συλλογικών συμφερόντων των «μάνατζερ» της εκκλησιαστικής ιεραρχίας.

Η διερεύνηση του πραγματικού μεριδίου της Εκκλησίας στον συνολικό τζίρο της ελληνικής οικονομίας δεν είναι φυσικά εύκολη υπόθεση. Από δηλώσεις του ίδιου του γενικού οικονομικού διευθυντή της (και πρώην βουλευτή της Ν.Δ.) Κ. Πυλαρινού προς το «Βήμα» (20.2.2005) πληροφορούμαστε πως η εν λόγω μερίδα του ελληνικού καπιταλισμού συγκροτείται από ένα δίκτυο 6.700 ΝΠΔΔ, αδιαφανές ακόμη και για τις Κεντρικές Υπηρεσίες του οργανισμού, ο προϋπολογισμός των οποίων το 2005 ανερχόταν σε 19.700.000 ευρώ. Η έγγεια πάλι εκκλλησιαστική περιουσία εκτιμάται επίσημα σε 1.282.300 στρέμματα (169.900 καλλιεργήσιμα, 367.000 δάση και 745.400 «βοσκότοπους»). Δίπλα στους παραδοσιακούς κλάδους (η επισιτιστική φιλανθρωπία διαθέτει π.χ. 191 σημεία διανομής και το 2004 παρήγαγε επισήμως 6.820.000 μερίδες φαγητού), τα τελευταία χρόνια ανοίγονται νέοι: βρεφονηπιακοί σταθμοί, ραδιόφωνο, Ιντερνετ... Η αδυναμία ακόμη και της ΔΙΣ να ελέγξει τα οικονομικά της «Αλληλεγγύης», της φιλανθρωπικής ΜΚΟ που ιδρύθηκε από την Αρχιεπισκοπή και το «Διορθόδοξο Κέντρο Πεντέλης» και επί Ν.Δ. έχει εξελιχθεί σε προνομιακό αποδέκτη κρατικών κονδυλίων, είναι άλλωστε αποκαλυπτική για την αδιαφάνεια του όλου πλέγματος.

Σίγουρο είναι πάντως ότι η οικονομική δραστηριότητα του εκκλησιαστικού κεφαλαίου συνιστά πρωτοπόρα πιλοτική εφαρμογή των διαβόητων «Συμπράξεων Δημόσιου - Ιδιωτικού Τομέα» (ΣΔΙΤ), που σήμερα τείνουν ν' αναδειχθούν στον κατεξοχήν μηχανισμό απομύζησης του δημόσιου πλούτου από την «ιδιωτική πρωτοβουλία». Κάθε χρόνο, το Δημόσιο καταβάλλει π.χ. πάνω από 200.000.000 ευρώ για τη μισθοδοσία και συνταξιοδότηση του κλήρου, ενώ -παρά τον υποτιθέμενο «αντιευρωπαϊσμό» τους- τα εκκλησιαστικά ΝΠΔΔ σημειώνουν λαμπρές επιδόσεις στο ξεκοκάλισμα ευρωπαϊκών προγραμμάτων κι επιδοτήσεων. Λίγο πριν αναχωρήσει δημοσία δαπάνη για το Μαϊάμι, ο Αρχιεπίσκοπος υπέγραψε π.χ. με τον κ. Αλογοσκούφη προγραμματική σύμβαση (7.8.07) για τη διάθεση 30.500.000 ευρώ του Δ' ΚΠΣ σε «έργα συμβολής στην εθνική, κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική πρόοδο του τόπου» απ' την Αρχιεπισκοπή, τις μητροπόλεις και τις θυγατρικές τους...


(Ελευθεροτυπία, 22/12/2007)


===============================================


Πραγματικά αναρωτιέμαι μέχρι πότε η εκκλησία θα συνεχίζει να συμπορεύεται με το κράτος, χωρίς να αναλαμβάνει ο καθένας τους δικούς του διακριτούς ρόλους. Ως πότε κρατικοί πόροι και όχι θα τροφοδοτούν με χρήμα αυτή την επιχείρηση για να κάνει "φιλανθρωπικές" επενδύσεις. Ως πότε θα λειτουργεί η εκκλησία ως αδιαφανής και ανεξέλεγκτος επιχειρηματίας, απολαμβάνοντας πλήθος προνομίων εις βάρος βέβαια των πολιτών, αλλά με τις ευλογιές αυτών.



Σχόλια

Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Εξαιρετική ανάλυση από τον Ιό.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ελληνικός ορθογραφικός έλεγχος στο Evernote

Τυχαίες σκέψεις καθώς ξημερώνει

Διάφορες Σκέψεις